θα εφοδιάζονται

θα εφοδιάζονται
ќе cе cнабдуваат

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… …   Dictionary of Greek

  • διάνυσμα — Γεωμετρική έννοια, που χαρακτηρίζεται από το μήκος, τη διεύθυνση και τη φορά ενός μη (μηδενικού) προσανατολισμένου ευθύγραμμου τμήματος (παραβλέπεται δηλαδή η θέση του προσανατολισμένου τμήματος μέσα στον χώρο). Το δ. συμβολίζεται είτε με ένα… …   Dictionary of Greek

  • διαβατήριο — Δημόσιο έγγραφο –συνήθως με τη μορφή βιβλιαρίου– που επιτρέπει την έξοδο του κατόχου του από το εθνικό έδαφος και την είσοδό του σε χώρα του εξωτερικού. Οι χώρες διάβασης ή τελικού προορισμού δίνουν τη συγκατάθεσή τους με τη μορφή θεώρησης, που… …   Dictionary of Greek

  • θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • ναύσταθμος — Λιμάνι ή όρμος, κατάλληλα διασκευασμένος, όπου λιμενίζονται πολεμικά πλοία και υπάρχουν εγκαταστάσεις για την επισκευή, τον εξοπλισμό και τις άλλες ανάγκες του πολεμικού ναυτικού. Ο ν. ήταν ό,τι και το νεώριο των αρχαίων ή το καραβοστάσι ή ο… …   Dictionary of Greek

  • φασματοσκόπιο — Όργανο για τη μελέτη των φασμάτων που παράγονται από φωτεινές πηγές. Εάν το φάσμα, αντί να παρατηρείται κατευθείαν, αποτυπώνεται, συνήθως σε φωτογραφική πλάκα, το όργανο καλείται φασματογράφος. Το πεδίο χρήσης του φασματογράφου περιλαμβάνει… …   Dictionary of Greek

  • διατοίχιση — Κίνηση ταλάντωσης ενός πλωτού μέσου γύρω από τον διαμήκη κεντροβαρικό άξονά του, η οποία γίνεται με διαδοχική ανύψωση και καταβύθιση των πλευρών ως προς την κανονική θέση τους. Ονομάζεται και μπότζι. Στα πλοία η δ. οφείλεται στην εναλλαγή μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • ηλιακό αυτοκίνητο — Αυτοκίνητο, που για την κίνησή του χρησιμοποιείται ως πηγή ενέργειας ο Ήλιος. Αν και η σχεδίαση των αυτοκινήτων αυτών παρουσιάζει μεγάλες διαφορές, τα σχήματά τους είναι δυνατόν να χωριστούν στις εξής τέσσερις κατηγορίες: α) Ενιαίο αμάξωμα και… …   Dictionary of Greek

  • κυαμισμός ή κυάμωση — Οξεία αιμολυτική αναιμία, η οποία προκαλείται όταν κάποιο άτομο που εμφανίζει έλλειψη του ενζύμου G6PD καταναλώσει κουκιά ή φάβα (ακόμα και αν μυρίσει τα λουλούδια τους) ή έρθει σε επαφή με χημικές ουσίες που καταστρέφουν τα ευαίσθητα σε αυτές… …   Dictionary of Greek

  • Λαντσόου — (Lanchow). Πόλη (1.197.200 κάτ. το 2003) της βορειοδυτικής Κίνας, πρωτεύουσα της επαρχίας Κανσού. Βρίσκεται σε υψόμετρο 1.560 μ., στις όχθες του ποταμού Xουάνγκ Xο, κοντά στο Mεγάλο Tείχος. Είναι σημαντικό κέντρο μεταφορών και συνδέεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”